βροντολαλώ

βροντολαλώ
-ησα, μιλώ με βροντερή φωνή, παράγω βροντερό ήχο, διαλαλώ: Με πολύ θάρρος βροντολάλησε το δίκιο του στο δικαστήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βροντολαλώ — 1. παράγω βροντώδη ήχο, αντηχώ 2. τραγουδώ με δυνατή φωνή …   Dictionary of Greek

  • βροντολάλημα — το βροντερή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντολαλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”